αθαλάσσωτος

αθαλάσσωτος
η , ο [ος , ον ]
1) не привыкший к морю, сухопутный (о человеке); 2) не имеющий финансовых затруднений; 3) не испорченный морской водой (о продуктах и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αθαλάσσωτος" в других словарях:

  • αθαλάσσωτος — η, ο (Α αθαλάσσωτος, ον και ἀθαλάττωτος, ον) [θαλασσώνω] 1. ασυνήθιστος στη θάλασσα, μη θαλασσινός, στεριανός 2. αυτός που δεν περιέχει θαλασσινό νερό νεοελλ. 1. αυτός που δεν ρίχτηκε, που δεν έπεσε στη θάλασσα, δεν βράχηκε από θάλασσα 2. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • αθαλάσσωτος — η, ο 1.αυτός που δεν έκανε θαλασσινό ταξίδι, που δεν ξέρει από θάλασσα: Ο άνθρωπος, αθαλάσσωτος, άρχισε να ανακατεύεται μόλις ξεκίνησε το πλεούμενο. 2. αυτός που έμεινε χωρίς να «θαλασσωθεί», να «σαλατοποιηθεί»: Στο τέλος δεν είχε αφήσει τίποτε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθαλάττωτοι — ἀθαλάσσωτος unused to the sea masc/fem nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαλάττωτος — ἀθαλάσσωτος unused to the sea masc/fem nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθαλάσσευτος — ἀθαλάσσευτος, ον (Α) ο αθαλάσσωτος* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»